νυχιάζω

νυχιάζω
1. προξενώ αμυχή με το νύχι, Υρατσουνίζω
2. χαράζω σε σκληρή επιφάνεια σημάδι με το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι ή νυχιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νυχιάζω — νύχιασα, γρατσουνίζω με το νύχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”